- φωτοστεφανωμένος
- η , ο[ν] , φωτοστεφής, ης, ες окружённый ореолом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φωτοστεφανωμένος — η, ο, Ν αυτός που φέρει φωτοστέφανο, φωτοστεφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + στεφανωμένος] … Dictionary of Greek
φωτοστεφανωμένος — η, ο ο στεφανωμένος από φως, αυτός που έχει φωτοστέφανο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτοστεφής — ές, Ν φωτοστεφανωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + στεφής (< στέφω), πρβλ. δαφνο στεφής, ηλιο στεφής] … Dictionary of Greek